- πρυμνωρείη
- πρυμν-ωρείη (ὄρος): foot of a mountain, Il. 14.307†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πρυμνωρείῃ — πρυμνώρεια lower slope fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)